ταμπακής

ταμπακής
-ιά, -ί, Ν [ταμπάκος]
αυτός που έχει το χρώμα τού ταμπάκου, τού καπνού, ξανθοκάστανος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταμπάκης — ο, Ν βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabak] …   Dictionary of Greek

  • ταμπάκης — ο (λ. τουρκ.), βυρσοδέψης, κατεργαστής δερμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταμπάκικο — το, Ν το εργαστήριο τού ταμπάκη, βυρσοδεψείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμπάκης + κατάλ. ικο (πρβλ. μανάβ ικο)] …   Dictionary of Greek

  • tabac — TABÁC1, tabacuri, s.n. Tutun măcinat, care se aspiră pe nas. ♦ (reg.) Tutun de fumat. ♦ (bot.) Tutun (1). – Din germ. Tabak, rus., ucr. tabak. Trimis de LauraGellner, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  TABÁC2, tabaci, s.m. Tăb …   Dicționar Român

  • βυρσοδέψης — ο ο τεχνίτης που ασχολείται με την κατεργασία δερμάτων, ο ταμπάκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”